- ανάπευσις
- ἀνάπευσις (-εως), η (Α) [ἀναπυνθάνομαι]η εκ νέου ερώτηση, επισταμένη εξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπυνθάνομαι — ἀναπυνθάνομαι (Α) 1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ 2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι». ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος] … Dictionary of Greek